ψαμμίαση

ψαμμίαση
Πάθηση των νεφρών, κατά την οποία στα νεφρά ή στην ουροδόχο κύστη σχηματίζονται μικροί κρύσταλλοι, ψιλοί όπως η άμμος, από ουρικά, φωσφορικά ή οξαλικά άλατα. Οι κρύσταλλοι αυτοί, στους υγιείς, αποβάλλονται με τα ούρα. Αν τα ούρα συγκεντρωθούν σε ένα δοχείο, στον πυθμένα του θα σχηματιστεί ένα κιτρινωπό κατακάθι, που το αποτελούν όσα άλατα προαναφέρθηκαν.
* * *
η, Ν
ιατρ. σχηματισμός πολλαπλών πολύ μικρών συγκριμάτων, σαν τους κόκκους τής άμμου, από αδιάλυτα άλατα σε κοίλα όργανα ή στους πόρους τους, κυρίως στις απαγωγές ουροφόρες οδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + -ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. ψαμμίασις, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψαμμίαση — η ασθένεια των νεφρών, κατά την οποία βγαίνουν στα ούρα κρυστάλλια διάφορων αλάτων σαν άμμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαμμιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαμμίαση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψαμμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. ιακός (πρβλ. πορθμ ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Φοίβος] …   Dictionary of Greek

  • ψαμμιασικός — ή, ό, Ν [ψαμμίαση] ιατρ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψαμμίαση …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”